- εξαϋλώνω
- και εξαϋλώ, -όω1. καθιστώ κάποιον άυλο2. εξιδανικεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άυλος. Η λ. εξαϋλώ μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαϋλώνω — εξαΰλωσα, εξαϋλώθηκα, εξαϋλωμένος, μτβ., κάνω κάποιο σώμα άυλο, το απαλλάσσω από την υλική του υπόσταση, εξιδανικεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαϋλίζω — εξαϋλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άυλος + κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Απόστολο Μακράκη] … Dictionary of Greek
αϋλοποιώ — ( έω) εξαϋλώνω κάτι, το καθιστώ άυλο … Dictionary of Greek
εξαΰλωση — Φαινόμενο, κατά το οποίο ένα σωμάτιο, όταν συναντήσει το αντίστοιχο αντισωμάτιό του, εξουδετερώνει το αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο αυτού, εξαφανίζεται μαζί του, και η ισοδύναμη προς τη μάζα του ζεύγους ενέργεια ελευθερώνεται με τη μορφή ακτίνων… … Dictionary of Greek
εξαϋλωτικός — ή, ό [εξαϋλώνω] αυτός που έχει τη δύναμη να εξαϋλώνει … Dictionary of Greek
διακτινίζω — διακτίνισα, διακτινίστηκα, διακτινισμένος, εξαϋλώνω κάτι ή κάποιον μέσω ακτινοβολίας για να τον μεταφέρω σε άλλο τόπο. Ουσ. διακτίνιση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξιδανικεύω — εξιδανίκευσα, εξιδανικεύτηκα, εξιδανικευμένος, μτβ., κάνω κάτι ιδανικό από πραγματικό, δίνω σε κάτι το χαρακτήρα του ιδεώδους, εξαϋλώνω: Έχει εξιδανικεύσει την αγαπημένη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)